- κατάξερος
- -η, -ο1. ο πολύ ξερός: Τα χορτάρια είναι κατάξερα.2. ολομόναχος: Τους έχασε όλους κι έμεινε κατάξερος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάξερος — η, ο βλ. κατάξηρος … Dictionary of Greek
κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ … Dictionary of Greek
απειρόδροσος — ἀπειρόδροσος, ον (Α) αυτός που δεν έχει δροσιστεί, ο κατάξερος … Dictionary of Greek
απόξερος — η, ο ο κατάξερος … Dictionary of Greek
διψολογώ — 1. διψώ συνεχώς, υποφέρω από δίψα 2. (για γη) είμαι κατάξερος, έχω ανάγκη ποτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίψα + λογώ < λόγος (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ)] … Dictionary of Greek
διψώ — ( άω) (AM διψῶ, άω Α και διψέω και διψήω) 1. αισθάνομαι δίψα 2. (για έδαφος) έχω ανάγκη αρδεύσεως, είμαι κατάξερος 3. επιθυμώ, ποθώ («διψασμένος για έρωτα», «οἱ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην») νεοελλ. παροιμ. «άμα η αυλή σου διψάει για νερό μην τό… … Dictionary of Greek
εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
κάταυχμος — κάταυχμος, ον (Μ) ξηρός από έλλειψη νερού, κατάξερος, που υποφέρει από έλλειψη νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐχμός «ξηρασία»] … Dictionary of Greek
καρφαλέος — καρφαλέος, α, ον (Α) 1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ. β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).… … Dictionary of Greek